Η απλότητα της καρδιάς
Διηγήθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες τὴν ἀκόλουθη ἱστορία π οὺ ἄκουσε στὴν ἔρημο τῆς Θηβαϊδος. Συνέβηκε κάποτε καὶ πέρασε ἀπὸ τὴν ἔρημο ἕνας μεγάλος πνευματι κὸς καὶ στὴν ἀρετὴ περιβόητος. Τότε πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Πατέρες ἔτρεχαν καὶ ἐξομολογοῦντο σ'αὐτ όν, μεταξύ τους δὲ πῆγε καὶ ἕνας ἁπλὸς καὶ ἄκακος ἄνθρωπος βοσκ ὸς στὸ ἐπάγγελμα, ποὺ δὲν ἤξερε τί θὰ πεῖ ἁμαρτία μόνη του δὲ ἐ πιθυμία ἦταν πὼς νὰ κερδίσει τὸ παράδεισο. Ὁ πνευματικὸς τότε τοῦ εἶπε νὰ κρατεῖ τὸν ἴσιο δρόμο καὶ θὰ φ θάσει στὸ παράδεισο. Ἄκακος ὅπως ἦταν ἑρμήνευσε κατὰ γράμμα τὰ λόγια τοῦ πνευματικ οῦ καὶ περπατώντας τρεῖς μέρες ἔφτασε σ' ἕνα μοναστήρι καὶ είπε σ τὸν ἡγούμενο τὸν πόθο του. Ἀπὸ τὰ λόγια του ὁ ἡγούμενος ἐννόησε τὴν ἁπλότητα καὶ ἀκεραι ότητά του, τὸν δέχτηκε στὸ μοναστήρι καὶ ἀφοῦ τὸν ἔκαμε μοναχὸ τ ὸν ἔβαλε νὰ «φιλοκαλὴ» τὴν Ἐκκλησίαν, δηλαδὴ τὸν ἔκαμε νεωκόρο.
Μιὰ μέρα ὅταν τὸν ἐπεσκέφτηκε ὁ Ἡγούμενος καὶ τὸν νουθετοῦσε τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴ σωτηρία του, πῆρε καὶ αὐτὸς θάρρος καὶ τὸν ρώτησε ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι κρεμασμένος πάνω ἀπὸ τὸ εἰκ ονοστάσιο καὶ εἶναι συνέχεια νηστικὸς καὶ διψασμένος, μὴ γνωρίζ ωντας ὅτι εἶναι ὁ Δεσπότης Χριστός.
Ἀστεϊζόμενος τότε ὁ Ἡγούμενος τοῦ εἶπε πὼς αὐτὸς ἦταν νεωκόρ ος πρωτύτερα καὶ ἐπειδὴ ἀμελοῦσε τὸ «διακόνημά» του (ὑπηρεσία) τὸ ν ἐτιμώρησε νὰ κρέμεται ἐπάνω στὸ σταυρό.
Ὁ ἁπλὸς τότε δὲν εἶπε τίποτε, τὸ βράδυ ὅμως σὰν πῆρε τὸ φαγητό του, ἀφοῦ ἔκλεισε την πόρτα τῆς Ἐκκλησίας ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ τὸν κρεμασμένο νὰ κατεβῆ νὰ φᾶνε μαζί. Ἔβαζε μάλιστα μάρτυρα τὸν Θεὸ πὼς ἂν δὲν κατέβει οὔτε αὐτὸς τ ρώει. Τότε ὁ πράος καὶ ταπεινὸς Κύριος αὐτὸς ποὺ κάθεται στὶς καρδι ὲς τῶν πραέων τοῦ ἀπάντησε πὼς φοβᾶται νὰ κατέβει μήπως τὸ μάθει ὁ Ἡγούμενος καὶ τὸν τιμωρήσει. Ὁ ἁπλὸς ὅμως καὶ πάλι ἐπέμενε καὶ τότε τοῦ φάνηκε πὼς κατέβηκ ε καὶ ἔτρωγαν καὶ συνομιλοῦσαν μαζί.
Αὐτὸ συνέβαινε κάθε βράδυ (ὢ τῆς πολλῆς σου φιλανθρωπίας Χριστὲ ) et plus encore. 😉 ώρθωσε καὶ ἔμαθε ἀπὸ τὸν ἁπλὸ πὼς κάθε βράδυ κατεβαίνει ὁ φαινό μενος κατάδικος καὶ συντρώγουν καὶ τοῦ ὑπόσχεται πὼς γι'αὐτὸ το υ τὸ δεῖπνο, θὰ τὸν φιλεύση πλουσιοπάροχα στὸ σπίτι τοῦ Πατέρα Τ vous.
Ὅταν ἔμαθε ὁ ἡγούμενος αὐτά, κάλεσε τὸν ἁπλὸ καὶ ἀφοῦ τὸν ἔπ εισε νὰ τοῦ πεῖ αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν, τότε τοῦ εἶπε τὸ ἑπόμενο β ράδυ νὰ παρακαλέσει τὸν φαινόμενο καὶ γιὰ τὸν ἡγούμενο καὶ νὰ τ ὸν φιλεύση καὶ αὐτὸν στὸ σπίτι τοῦ Πατέρα Του. Πράγματι ὁ ἁπλὸς παρακάλεσε τὸ ἑπόμενο βράδυ γιὰ τὸν ἡγούμενο ἀλλὰ πῆρε ἀπάντηση πὼς αὐτὸ δὲν γίνεται καὶ ἔτσι νὰ μὴν τὸν ἐνοχλεῖ γιατί ὁ ἡγούμενος δὲν εἶναι ἄξιος οὔτε γιὰ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν ἀπ'ἐκεῖνο τὸ τραπέζι.
Σὰν ἄκουσε τὸ πρωὶ ὁ ἡγούμενος τὴν ἀπόφαση λυπήθηκε ἄμετρα, ἐ λπίζοντας ὅμως στὸ ἔλεος καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ μὲ κλάματ α παρακαλοῦσε τὸν ἁπλὸ νὰ ἐπιμένει καὶ νὰ βιάζει τὸν ἀβίαστο ν ὰ τὸν δεχθεῖ καὶ αὐτὸν στὸ οὐράνιο τραπέζι. Ὁ ἁπλὸς συνέχισε νὰ παρακαλεῖ τὸ ἑπόμενο βράδυ τὸ Δεσπότη Χρι στὸ ἀλλὰ ὁ Κύριος τοῦ εἶπε νὰ μὴν ἐπιμένει γιατί δὲν γίνεται.
Τότε ἡ ἄπλαστη ἐκείνη ψυχὴ ἀποκρίνεται καὶ τοῦ λέγει : "καλῶς λέ ἄξιος ὁ Ἡγούμενος διὰ τὴν ἄνωθεν τράπεζα, ἀ λλὰ διὰ τὸ ψωμὶ ὅπου μᾶς ἔθρεφε τόσας ἡμέρας, ὅπου ἂν ἔλειπεν θ ὰ ἀπεθάναμεν ἀπὸ τὴν πεῖναν, καν διὰ ταύτην τὴν καλωσύνην του δ ὲν τὸν δέχεσαι;» Καὶ ὁ Δεσπότης Χριστὸς «ἃς εἶναι εἶπε διὰ τὴν ἀγάπη σου, καὶ μό νον διὰ νὰ μὴ σὲ λυπήσω, ἐπειδὴ καὶ τόσην ἀγάπη καὶ φροντίδα ἔχ εις καὶ μεριμνᾶς πολὺ διὰ τὸν πλησίον σου, εἰπὲ του λοιπὸν νὰ δ ιορθωθῆ καλῶς καὶ μετὰ ὀκτὼ ἡμέρας νὰ ἔλθητε ἀμφότεροι εἰς τὴν ἠτοιμασμένη χαράν.»
Ἀφοῦ ἔμαθε αὐτὰ ὁ Ἡγούμενος χάρηκε, ἔκαμε τὴν πρέπουσα μετάνο ια καὶ ἀφοῦ κοινώνησε τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ἀρρώστησε λίγο κα et plus encore. Ὁ δὲ ἁπλὸς ἐκεῖ ποὺ συνομιλοῦσε κατὰ τὴ συνήθεια μὲ τὸν ἀγα pour ἱ δύο σ'ἐκείνη τὴν εὐτυχισμένη καὶ ἀτελεύτητη ζωή, τὴν ὁποία εἴθ ε καὶ ἐμεῖς « χάριτι Θεοῦ » νὰ ἀπολαύσουμε. Ἀμήν.
Μιὰ μέρα ὅταν τὸν ἐπεσκέφτηκε ὁ Ἡγούμενος καὶ τὸν νουθετοῦσε τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴ σωτηρία του, πῆρε καὶ αὐτὸς θάρρος καὶ τὸν ρώτησε ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι κρεμασμένος πάνω ἀπὸ τὸ εἰκ ονοστάσιο καὶ εἶναι συνέχεια νηστικὸς καὶ διψασμένος, μὴ γνωρίζ ωντας ὅτι εἶναι ὁ Δεσπότης Χριστός.
Ἀστεϊζόμενος τότε ὁ Ἡγούμενος τοῦ εἶπε πὼς αὐτὸς ἦταν νεωκόρ ος πρωτύτερα καὶ ἐπειδὴ ἀμελοῦσε τὸ «διακόνημά» του (ὑπηρεσία) τὸ ν ἐτιμώρησε νὰ κρέμεται ἐπάνω στὸ σταυρό.
Ὁ ἁπλὸς τότε δὲν εἶπε τίποτε, τὸ βράδυ ὅμως σὰν πῆρε τὸ φαγητό του, ἀφοῦ ἔκλεισε την πόρτα τῆς Ἐκκλησίας ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ τὸν κρεμασμένο νὰ κατεβῆ νὰ φᾶνε μαζί. Ἔβαζε μάλιστα μάρτυρα τὸν Θεὸ πὼς ἂν δὲν κατέβει οὔτε αὐτὸς τ ρώει. Τότε ὁ πράος καὶ ταπεινὸς Κύριος αὐτὸς ποὺ κάθεται στὶς καρδι ὲς τῶν πραέων τοῦ ἀπάντησε πὼς φοβᾶται νὰ κατέβει μήπως τὸ μάθει ὁ Ἡγούμενος καὶ τὸν τιμωρήσει. Ὁ ἁπλὸς ὅμως καὶ πάλι ἐπέμενε καὶ τότε τοῦ φάνηκε πὼς κατέβηκ ε καὶ ἔτρωγαν καὶ συνομιλοῦσαν μαζί.
Αὐτὸ συνέβαινε κάθε βράδυ (ὢ τῆς πολλῆς σου φιλανθρωπίας Χριστὲ ) et plus encore. 😉 ώρθωσε καὶ ἔμαθε ἀπὸ τὸν ἁπλὸ πὼς κάθε βράδυ κατεβαίνει ὁ φαινό μενος κατάδικος καὶ συντρώγουν καὶ τοῦ ὑπόσχεται πὼς γι'αὐτὸ το υ τὸ δεῖπνο, θὰ τὸν φιλεύση πλουσιοπάροχα στὸ σπίτι τοῦ Πατέρα Τ vous.
Ὅταν ἔμαθε ὁ ἡγούμενος αὐτά, κάλεσε τὸν ἁπλὸ καὶ ἀφοῦ τὸν ἔπ εισε νὰ τοῦ πεῖ αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν, τότε τοῦ εἶπε τὸ ἑπόμενο β ράδυ νὰ παρακαλέσει τὸν φαινόμενο καὶ γιὰ τὸν ἡγούμενο καὶ νὰ τ ὸν φιλεύση καὶ αὐτὸν στὸ σπίτι τοῦ Πατέρα Του. Πράγματι ὁ ἁπλὸς παρακάλεσε τὸ ἑπόμενο βράδυ γιὰ τὸν ἡγούμενο ἀλλὰ πῆρε ἀπάντηση πὼς αὐτὸ δὲν γίνεται καὶ ἔτσι νὰ μὴν τὸν ἐνοχλεῖ γιατί ὁ ἡγούμενος δὲν εἶναι ἄξιος οὔτε γιὰ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν ἀπ'ἐκεῖνο τὸ τραπέζι.
Σὰν ἄκουσε τὸ πρωὶ ὁ ἡγούμενος τὴν ἀπόφαση λυπήθηκε ἄμετρα, ἐ λπίζοντας ὅμως στὸ ἔλεος καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ μὲ κλάματ α παρακαλοῦσε τὸν ἁπλὸ νὰ ἐπιμένει καὶ νὰ βιάζει τὸν ἀβίαστο ν ὰ τὸν δεχθεῖ καὶ αὐτὸν στὸ οὐράνιο τραπέζι. Ὁ ἁπλὸς συνέχισε νὰ παρακαλεῖ τὸ ἑπόμενο βράδυ τὸ Δεσπότη Χρι στὸ ἀλλὰ ὁ Κύριος τοῦ εἶπε νὰ μὴν ἐπιμένει γιατί δὲν γίνεται.
Τότε ἡ ἄπλαστη ἐκείνη ψυχὴ ἀποκρίνεται καὶ τοῦ λέγει : "καλῶς λέ ἄξιος ὁ Ἡγούμενος διὰ τὴν ἄνωθεν τράπεζα, ἀ λλὰ διὰ τὸ ψωμὶ ὅπου μᾶς ἔθρεφε τόσας ἡμέρας, ὅπου ἂν ἔλειπεν θ ὰ ἀπεθάναμεν ἀπὸ τὴν πεῖναν, καν διὰ ταύτην τὴν καλωσύνην του δ ὲν τὸν δέχεσαι;» Καὶ ὁ Δεσπότης Χριστὸς «ἃς εἶναι εἶπε διὰ τὴν ἀγάπη σου, καὶ μό νον διὰ νὰ μὴ σὲ λυπήσω, ἐπειδὴ καὶ τόσην ἀγάπη καὶ φροντίδα ἔχ εις καὶ μεριμνᾶς πολὺ διὰ τὸν πλησίον σου, εἰπὲ του λοιπὸν νὰ δ ιορθωθῆ καλῶς καὶ μετὰ ὀκτὼ ἡμέρας νὰ ἔλθητε ἀμφότεροι εἰς τὴν ἠτοιμασμένη χαράν.»
Ἀφοῦ ἔμαθε αὐτὰ ὁ Ἡγούμενος χάρηκε, ἔκαμε τὴν πρέπουσα μετάνο ια καὶ ἀφοῦ κοινώνησε τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ἀρρώστησε λίγο κα et plus encore. Ὁ δὲ ἁπλὸς ἐκεῖ ποὺ συνομιλοῦσε κατὰ τὴ συνήθεια μὲ τὸν ἀγα pour ἱ δύο σ'ἐκείνη τὴν εὐτυχισμένη καὶ ἀτελεύτητη ζωή, τὴν ὁποία εἴθ ε καὶ ἐμεῖς « χάριτι Θεοῦ » νὰ ἀπολαύσουμε. Ἀμήν.