Με τον παρόντα τόμο συνεχίζουμε την δημοσίευση των λόγων του μακαριστού Γέροντος Παϊσίου με θέματα για την οικογένεια και για τις δοκιμασίες που υφίσταται ο άνθρωπος εξ αιτίας της κρίσεως του θεσμού της οικογένειας στην εποχή μας. Ο Γέροντας έλεγε ότι τα περισσότερα από τα γράμματα που λάμβανε προέρχονταν από ανθρώπους με οικογενειακά προβλήματα. Απέδιδε δε τα προβλήματα αυτά στην απομάκρυνση των ανθρώπων από τον Θεό και στην φιλαυτία τους. «Παλιά, έλεγε, η ζωή ήταν πιο ήρεμη και οι άνθρωποι έκαναν υπομονή. Σήμερα όλοι είναι τσακμάκια. Έναν λόγο δεν σηκώνουν. Και ύστερα αυτόματο διαζύγιο».
Ο Γέροντας από πολύ νωρίς τοποθετήθηκε ενεργώς μέσα στην μεγάλη οικογένεια της Εκκλησίας και αισθανόταν ότι δεν ανήκε πλέον στη μικρή οικογένειά του. Απέκτησε θεϊκή αγάπη και έγινε παιδί του Θεού. Γι’ αυτό ένιωθε όλους τους ανθρώπους αδέλφια του και αγαπούσε τον καθέναν «εν σπλάχνοις Ιησού Χριστού» (Φιλ. 1, 8). «Όταν βλέπω κάποιον ηλικιωμένον, μας έλεγε, λέω ότι αυτός είναι πατέρας μου. Όταν βλέπω κάποια γιαγιά, λέω ότι αυτή είναι μητέρα μου. Όταν δω μικρό παιδί, το βλέπω σαν ανηψάκι μου. Όλους τους αγαπώ. Άλλους τους χαίρομαι, άλλους τους πονώ. Ξέρεις τι είναι αυτό;». Αλλά και γινόταν για τον καθέναν, ανάλογα με την περίπτωση, παιδί, αδελφός, πατέρας, παππούς. Και η ειλικρινής αυτή αγάπη βοηθούσε όποιον τον πλησίαζε να υποστή την καλή αλλοίωση, να δεχθή τον λόγο του Θεού και να ζήση σύμφωνα με αυτόν. Ως μέλος του σώματος του Χριστού, όχι μόνον προσευχόταν με πόνο για όσους αντιμετώπιζαν προβλήματα μέσα στην οικογένεια, αλλά βοηθούσε και με τον λόγο του, όταν του το ζητούσαν, ακόμη και στα πιο ειδικά θέματα της οικογενειακής ζωής, αν και εκείνος ζούσε ως ασκητής.
Έχοντας δοκιμασθή ο ίδιος στα «πυρά των πειρασμών» και στο καμίνι της αρρώστιας, η οποία με διάφορες μορφές τον επισκέφθηκε από το 1947 ως το 1994 που κοιμήθηκε, συνέπασχε με κάθε πονεμένο και προσευχόταν με πόνο για τους αρρώστους. Για την δική του υγεία φρόντιζε τόσο μόνον, όσο να μπορή να αυτοεξυπηρετήται και να εξυπηρετή αυτούς που τον επισκέπτονταν. Πίστευε πως, όταν θα αδιαφορούσε για τον δικό του πόνο, αυτό θα συγκινούσε τον Θεό και θα άκουγε την προσευχή του για τους άλλους αρρώστους. Σ’ εκείνους όμως συνιστούσε να κάνουν ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό, για να θεραπευθούν, και ό,τι είναι ανθρωπίνως αδύνατο να το αφήνουν στον Θεό. Συγχρόνως δυνάμωνε την πίστη τους, ώστε να αντιμετωπίζουν την αρρώστια τους με ελπίδα στον Θεό, αλλά και να μη λησμονούν ότι στην ζωή αυτήν όλοι είμαστε «πάροικοι και παρεπίδημοι» (Α’ Πέτρ. 2, 11) και να ετοιμάζωνται για την αιώνια ζωή.
*Σκληρό εξώφυλλο 319 σελίδες